-
1 αποστασις
- εως ἥ1) отдаление, расстояние(τινος ἀπό τινος Xen.; ἀφεστάναι τῇ αὐτῇ ἀποστάσει Plat.)
ἐξ ἀποστάσεως и ἐν ἀποστάσει Polyb. — на расстоянии2) различие, разница(τινος πρός τι Plut.)
3) отложение, отпадение(τινος Thuc. и ἀπό τινος Her.)
4) прекращение(ἥ ἀφασία ἀ. ἐστι τῆς φάσεως Sext.)
ἀ. βίου Eur. — кончина, смерть;ἀ. κτημάτων Dem. — утрата имущества5) восстание(ἀποστάσεις καὴ πόλεμοι Plut.)